Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogalanterìa
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [galanteˈria] 1 μεγαλοδωρία 2 απλοχεριά 3 καταδεκτικότητα και γενναιοδωρία 4 γαλαντομία 5 χουβαρνταλίκι 6 αφειδία 7 αβερτοσύνη 8 γενναιοδωρία 9 αβροφροσύνη 10 κουβαρνταλίκι 11 κομπλιμέντο 12 φιλοφρόνηση 13 πολυδωρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |