Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofrenètico
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [freˈnɛtiko] 1 έξαλλος 2 παλαβωμένος 3 ομιλών άγρια ή παράλογα 4 αλλόφρων 5 παραληρητικός 6 φρενιτιώδης 7 ξέφρενος 8 τρελός 9 φρενοπαθής 10 μανιασμένος 11 φρενήρης 12 φρενιασμένος 13 παράφρων 14 παλαβός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |