Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofragrànte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [fraˈgrante] 1 ευωδερός 2 εύοσμος 3 μοσχοβόλος 4 ευωδιαστός 5 μοσχομυρισμένος 6 αρωματισμένος 7 ευώδης 8 ροδομύριστος 9 μυρωμένος 10 μυρωδάτος 11 μυριστικός 12 μυροβόλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |