Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofornicàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [forniˈkare] 1 κάνω μοιχεία 2 πορνεύομαι 3 παραβαίνω τη συζυγική πίστη 4 συνευρίσκομαι με παντρεμένη γυναίκα 5 κερατώνω 6 μοιχεύω 7 γίνομαι μοιχός 8 συνευρίσκομαι με ξένο άντρα (για παντρεμένη γυναίκα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |