Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoformèlla
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [forˈmɛlla] 1 μαρμάρινο πλακάκι 2 φόρμα κατασκευής τυριού 3 τρύπα στο χώμα για φύτεμα φυτού 4 έπιπλο με συρτάρια 5 τμήμα πόρτας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |