Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofoménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [foˈmento] 1 προβοκάρισμα 2 ξεσήκωμα 3 προβοκάτσια 4 υπόθαλψη 5 παρακίνηση 6 φιτιλιά 7 υποκίνηση ταραχής 8 πρόκληση 9 φτιαχτή αναταραχή 10 υποκίνηση 11 υποδαύλιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |