Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofollatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [follaˈtura] 1 μηχανική επεξεργασία νημάτων ή υφασμάτων για λεύκανση 2 τέχνη λεύκανσης νημάτων φυσικών ή συνθετικών 3 γναφευτική 4 πάτημα των σταφυλιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |