Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofòggia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈfɔdʤa] 1 αέρας ή στυλ 2 τρόπος 3 μορφή 4 κοινωνική συμπεριφορά 5 τρόπος συμπεριφοράς 6 τρόπος έκφρασης 7 κοψιά 8 στυλ 9 τρόπος δράσης 10 ύφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |