Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofinézza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [fiˈnettsa] 1 ευγενική συμπεριφορά 2 ευγένεια 3 αξιοπρέπεια 4 οξυδέρκεια 5 ευστροφία 6 τακτ 7 αβροφροσύνη 8 εκλέπτυνση 9 διακριτικότητα 10 λεπτότητα 11 αβρότητα 12 ραφινάρισμα 13 φινέτσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |