Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofinanziaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [finantsjaˈmento] 1 διαθέσιμοι χρηματικοί πόροι 2 κεφάλαιο 3 ταμείο (χρήματα) 4 διαθέσιμα 5 κεφάλαιο χρηματοδότησης 6 πιστοδότηση 7 χρηματοδότηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |