Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofilàto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [fiˈlato] 1 γνέμα 2 κλωστή 3 μαλλί πλεξίματος 4 νήμα filàto aggettivo Pronuncia I.P.A.: [fiˈlato] 1 λογικός 2 εύκολος 3 ευρισκόμενος στο τέλος 4 αδιάκοπος 5 που έχει υποστεί επεξεργασία κλώσης 6 που έχει γίνει νήμα 7 λείος 8 που έχει επεξεργαστεί για να γίνει σύρμα permalink
Locuzioni, modi di dire, esempizucchero [αρσ.] filato = το μαλλί της γριάς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |