Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofiduciàrio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [fiduˈʧarjo] 1 θεματοφύλακας 2 καταπιστευματοδόχος 3 πληρεξούσιος 4 έφορος 5 διαχειριστής 6 διευθυντής εταιρείας διαχείρισης 7 επίτροπος fiduciàrio aggettivo Pronuncia I.P.A.: [fiduˈʧarjo] 1 έγκυρος 2 απρόσβλητος 3 αυθεντικός 4 υπεύθυνος 5 έμπιστος 6 εχέγγυος 7 αξιόπιστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |