Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofèndere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [ˈfɛndere] 1 εισδύω 2 σχίζω 3 εισχωρώ 4 τέμνω 5 διαχωρίζω 6 σπάζω 7 διαπερνώ 8 διεισδύω 9 διασπώ 10 αποχωρίζω 11 κόβω 12 εισβάλλω διαχωρίζοντας fendersi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [ˈfɛndersi] 1 διαχωρίζομαι 2 διαμοιράζομαι 3 διασπώμαι 4 διχάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |