Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofastóso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [fasˈtoso], [fasˈtoso] 1 φιγουρατζίδικος 2 χτυπητός 3 φαντεζί 4 θαυμάσιος 5 έξοχος 6 πολυτελής 7 θαυμαστός 8 μεγαλόπρεπος 9 λαμπρός 10 μεγαλοπρεπής 11 εντυπωσιακός 12 επιδεικτικός 13 θεαματικός 14 φανταχτός 15 φανταχτερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |