Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofàglia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈfaʎʎa] 1 ύφασμα από μετάξι ή ρεγιόν για φορέματα ή παλτά κλπ 2 ζώνη σχισμών ή ρωγμών σε πέτρωμα ή σε στρώμα γεωλογικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |