Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofabbricazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [fabbrikatˈtsjone] 1 χάλκευση 2 βιομηχανική παραγωγή 3 κατασκευή 4 μεταποίηση 5 δημιουργία 6 εφεύρεση 7 επινόηση 8 δόμηση 9 οικοδόμηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |