Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoevìncere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [eˈvinʧere] 1 συμπεραίνω αφαιρετικά 2 συμπεραίνω 3 επανακτώ κατοχή σε αγαθά με δικαστική απόφαση 4 συνάγω με λογική ανάλυση 5 εκβάλλω (από οικία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |