Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoesuberànte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ezubeˈrante] 1 πλεονασματικός 2 πλουσιοπάροχος 3 υπερβολικός 4 άφθονος 5 υπεράφθονος 6 ζωντανός 7 σφριγηλός 8 ζωηρός 9 δραστήριος 10 γεμάτος κίνηση και δράση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |