Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoespiànto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [esˈpjanto] 1 μεταφερόμενος ζωντανός ιστός σε τεχνητό μέσο ή η καλλιέργεια 2 μεταφορά ζωντανού ιστού για καλλιέργεια σε τεχνητό μέσον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |