Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoesecuzióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ezekutˈtsjone] 1 εφαρμογή 2 εκπόνηση 3 διενέργεια 4 παίξιμο 5 επιβολή 6 παράσταση 7 τέλεση 8 πραγματοποίηση 9 επιτέλεση 10 εκτέλεση 11 εκπλήρωση 12 διεκπεραίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |