Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoerudìre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [eruˈdire] 1 διαπαιδαγωγώ 2 διδάσκω 3 παιδαγωγώ 4 μορφώνω 5 διαπλάθω 6 δασκαλεύω 7 εκπαιδεύω 8 καταρτίζω 9 δίνω οδηγίες erudirsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [eruˈdirsi] 1 μορφώνομαι 2 ασκούμαι 3 μαθαίνω 4 διδάσκομαι 5 καλλιεργούμαι 6 εκπαιδεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |