Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoèrmo, érmo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈɛrmo], [ˈermo] 1 αποτραβηγμένος 2 κρυμμένος από τη θέα 3 μονήρης 4 απόκεντρος 5 ερημικός 6 απομονωμένος 7 έρημος 8 απόμερος 9 μοναχικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |