Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoerìgere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [eˈriʤere] 1 υψώνω 2 οικοδομώ 3 χτίζω 4 στήνω 5 ανορθώνω 6 αναστηλώνω 7 ανεγείρω 8 εγείρω 9 καθιδρύω 10 δημιουργώ 11 εγκαθιστώ 12 συμπηγνύω 13 ενιδρύω 14 συνιστώ 15 συγκροτώ 16 ανασηκώνω 17 θεμελιώνω 18 ιδρύω erigersi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [eˈriʤersi] 1 εγκαθίσταμαι 2 δημιουργούμαι 3 συγκροτούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |