Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoentità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [entiˈta] 1 έκταση 2 σπουδαιότητα 3 οντότητα 4 ίδια η ουσία 5 ύπαρξη 6 προσωπικότητα 7 βαθμός 8 βαρύτητα 9 μέγεθος 10 σημασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |