Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoemanàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [emaˈnare] 1 αναφύομαι 2 προέρχομαι 3 εκπηγάζω 4 επακολουθώ 5 πηγάζω 6 ορμώμαι 7 προκύπτω 8 αναδίνω οσμή 9 αποπνέω 10 εξέρχομαι 11 απορρέω 12 εκπορεύομαι emanàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [emaˈnare] 1 εκπέμπω φήμες 2 εκδίδω 3 εκπέμπω 4 ξεκινώ διαδόσεις 5 θεσπίζω 6 θεσμοθετώ 7 δημοσιεύω (νόμο κλπ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |