Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoelèttrico
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [eˈlɛttriko] 1 εργαζόμενος στον ηλεκτρισμό 2 εργάτης ηλεκτρικής βιομηχανίας elèttrico aggettivo Pronuncia I.P.A.: [eˈlɛttriko] ηλεκτρικός (-ή, -ό) permalink
Locuzioni, modi di dire, esempicentrale [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική μονάδα || fornello [αρσ.] elettrico = το ηλεκτρικό μάτι || rasoio [αρσ.] elettrico = η ξυριστική μηχανή || sedia [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική καρέκλα || stufa [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική σόμπα || torcia [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική στήλη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |