Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoelencazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [elenkatˈtsjone] 1 εγγραφή 2 καταχώρηση σε κατάλογο 3 κατάταξη σε λίστα 4 εγγραφή σε επετηρίδα 5 εγγραφή σε λίστα 6 απαρίθμηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |