Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoelaboràre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [elaboˈrare] 1 μελετώ λεπτομερώς 2 δουλεύω 3 ετοιμάζω προκαταρτικό σχέδιο 4 υπολογίζω 5 αφομοιώνω στο στομάχι 6 κατεργάζομαι (δεδομένα) 7 εκπονώ 8 εργάζομαι λεπτομερώς 9 επεξεργάζομαι 10 επεξεργάζομαι (δεδομένα) 11 χωνεύω (για το στομάχι) 12 βάζω τέχνη και εργασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |