Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoedificazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [edifikatˈtsjone] 1 εποικοδόμηση 2 κτίση 3 διάπλαση 4 εποικοδόμηση ηθική 5 ανοικοδόμηση 6 δόμηση 7 κτίσιμο 8 διαπαιδαγώγηση 9 οικοδόμηση 10 παιδαγώγηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |