Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianodùro
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈduro] 1 σκληρό τμήμα 2 μπράβος σκληρός 3 σκληρό πράγμα 4 παλικαράς 5 σκληρός τύπος 6 δυσκολία 7 αληταράς 8 χούλιγκαν 9 μάγκας 10 σκληροπυρηνικός ακροδεξιός ψηφοφόρος dùro aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈduro] σκληρός permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiduro d'orecchi = περήφανος στ' αυτιά || semola [θηλ.] di grano duro = το σκληρό αλεύρι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |