Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianodominàre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [domiˈnare] 1 δεσπόζω 2 διακατέχω 3 δυναστεύω 4 επιχωριάζω 5 επιβάλλομαι 6 υπέρκειμαι 7 διευθύνω δικτατορικά 8 συνεχίζω να βρίσκομαι στη μόδα 9 διαφεντεύω 10 υπερισχύω 11 υπερέχω 12 κυριεύω 13 εξουσιάζω 14 κυριαρχώ 15 κατακυριεύω 16 επικρατώ 17 ηγεμονεύω 18 κυβερνώ dominarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [domiˈnarsi] επιβάλλω αυτοπειθαρχία στον εαυτό μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |