Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianodocumentàbile
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [dokumenˈtabile] 1 για το οποίο υπάρχουν γραπτά ντοκουμέντα 2 που μπορεί να τεκμηριωθεί 3 που μπορεί να αποδειχτεί με έγγραφα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |