ItalianoGreco


disinnescàre  
verbo transitivo

Pronuncia I.P.A.: [dizinnesˈkare]

1 καθιστώ ακίνδυνο
2 εξουδετερώνω (βόμβα πχ)
3 απομακρύνω κίνδυνο
4 αφοπλίζω (βόμβα)
5 αφαιρώ πυροδοτικό μηχανισμό

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---