ItalianoGreco


disfàtto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [disˈfatto]

1 ξεχαρβαλωμένος
2 νικημένος
3 ξεκουμπωμένος
4 γυμνωμένος
5 σαθρός
6 λιωμένος
7 λασκαρισμένος
8 χαλασμένος
9 αποδιοργανωμένος
10 διαλυμένος
11 εξαρθρωμένος
12 φθαρμένος
13 λυτός
14 λυμένος
15 ξεχαρβάλωτος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---