ItalianoGreco


difficoltóso  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [diffikolˈtoso], [diffikolˈtozo]

1 λεπτολόγος
2 ικανοποιούμενος δύσκολα
3 ψιψίρης
4 ψείρας
5 μικρολόγος
6 σιβυλλικός
7 γεμάτος προβλήματα
8 δόλιος
9 δύσκολος
10 γριφώδης
11 δυσεπίλυτος
12 ακανθώδης

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---