ItalianoGreco


dibattiménto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [dibattiˈmento]

1 δίκη
2 φιλονικία
3 προκαταρκτική εξέταση
4 εξέταση σε νομοθετική επιτροπή
5 επιχειρηματολογία
6 διαμάχη
7 διαφωνία
8 συζήτηση
9 δημοσία συζήτηση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---