ItalianoGreco


diàpason  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [diˈapazon]

1 όργανο που παλλόμενο βγάζει μια σταθερή συχνότητα
2 μουσικό διάστημα μιας κλίμακας
3 διαπασών
4 ογδόη

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---