ItalianoGreco


detrìto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [deˈtrito]

1 ιλύς
2 κατακάθι λάσπης με σωματίδια
3 κατάλοιπο τριβής ή αποσάθρωσης
4 λάσπη
5 υπόλειμμα
6 απομεινάρι
7 μάζα από άχρηστα πράγματα
8 σκύρο
9 συντρίμμι
10 σύντριμμα
11 χάλασμα
12 ίζημα
13 θραύσμα
14 μπάζα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---