ItalianoGreco


dermaschèletro  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [,dɛrmasˈkɛletro]

1 εξωτερικός σκελετός
2 εξωτερικός σκελετός (όπως το κέλυφος στρειδιού ή επιδερμίδα αστακού)

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---