ItalianoGreco


derelìtto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [dereˈlitto]

1 αδέσποτο ζώο
2 εγκαταλειμμένο παιδί
3 αδέσποτο (πράγμα)
4 φουκαράς
5 παραμελημένο παιδί
6 άστεγος άνθρωπος

derelìtto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [dereˈlitto]

1 ρημαδιακός
2 έκθετος
3 ταλαίπωρος
4 τελειωμένος
5 δυστυχής
6 ξεχασμένος
7 εγκαταλειμμένος
8 απομονωμένος
9 αφημένος
10 παρατημένος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---