dentellatùra
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [dentellaˈtura]
1 εγκοπή
2 δημιουργία εγκοπής
3 χαρακιά σε σχήμα βε
4 διάτρηση
5 σειρά από τρύπες
6 δαντέλωση
7 οδόντωση
8 κυμάτωση
9 εγχάραξη
10 οδόντωμα
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [dentellaˈtura]
1 εγκοπή
2 δημιουργία εγκοπής
3 χαρακιά σε σχήμα βε
4 διάτρηση
5 σειρά από τρύπες
6 δαντέλωση
7 οδόντωση
8 κυμάτωση
9 εγχάραξη
10 οδόντωμα
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
dentellatura (s. femm.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android