ItalianoGreco


delicatézza  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [delikaˈtettsa]

1 εύθραυστη υγεία
2 συνεχής και προσεκτική σκέψη
3 διακριτικότητα στη συμπεριφορά
4 τακτ
5 περίσκεψη
6 μεζές
7 ντελικατέσεν
8 ευγενική πράξη
9 λιχουδιά
10 ευαισθησία
11 λεπτότητα
12 αβρότητα
13 χάρη
14 απαλότητα
15 ωραιότητα
16 κομψότητα
17 ευγένεια
18 ραφινάρισμα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---