dàrdo
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈdardo]
1 ακόντιο
2 πύραυλος ριχνόμενος από καταπέλτη
3 βλήμα
4 φλόγα ισχυρά καιγόμενη
5 έντονο φως και ζέστη
6 καυτή ακτίνα
7 ξαφνική έκρηξη
8 βέλος
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈdardo]
1 ακόντιο
2 πύραυλος ριχνόμενος από καταπέλτη
3 βλήμα
4 φλόγα ισχυρά καιγόμενη
5 έντονο φως και ζέστη
6 καυτή ακτίνα
7 ξαφνική έκρηξη
8 βέλος
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
dardo (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android