ItalianoGreco


dannàto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [danˈnato]

1 κολασμένη ψυχή
2 διεφθαρμένος άνθρωπος
3 καταδικασμένη ψυχή

dannàto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [danˈnato]

1 τρισκατάρατος
2 κολασμένος
3 καταραμένος
4 αναθεματισμένος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---