ItalianoGreco


crésta, crèsta  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [ˈkresta], [ˈkrɛsta]

1 κορυφή
2 λειρί
3 απόκορύφωμα
4 καπέλο με κρόσσια
5 λοφίο
6 ράχη
7 υδροκρίτης
8 κορωνίδα
9 κάλλαιον
10 κορύφωμα
11 κορύφωση
12 άκρο

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---