ItalianoGreco


cóvo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈkovo]

1 φωλιά άγριου ζώου
2 κρησφύγετο
3 τρύπα (αλεπούς ή ασβού κλπ)
4 λημέρι
5 τρύπα-φωλιά στο έδαφος
6 άντρο
7 κρύπτη

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---