ItalianoGreco


còttimo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈkɔttimo]

1 κατ' αποκοπή δουλειά
2 πληρωμή με κίνητρα
3 με το κομμάτι (δουλειά)
4 συμβόλαιο μεροκαματιάρη
5 σύμβαση με απολαβές ανάλογα με την παραγόμενη ποσότητα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---