ItalianoGreco


cortigianerìa  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [kortiʤaneˈria]

1 λιβανωτός
2 θυμίαμα
3 καλόπιασμα
4 δουλοπρέπεια
5 λιβάνισμα
6 κολακεία
7 τέχνη του κόλακα
8 ηδυλογία
9 γαλιφιά
10 γλείψιμο

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---