corrière
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [korˈrjɛre]
1 κατάσκοπος αγγελιοφόρος
2 διακινητής
3 υπηρεσία αποστολής δεμάτων
4 κούριερ
5 μεταφορέας
6 ταχυδρόμος
7 αγγελιοφόρος
8 αγγελιοφόρος διπλωμάτης
9 ταχυδρομική υπηρεσία
10 ταχυδρομείο
11 στρατιωτικός αγγελιοφόρος
12 διπλωματικό ταχυδρομείο
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [korˈrjɛre]
1 κατάσκοπος αγγελιοφόρος
2 διακινητής
3 υπηρεσία αποστολής δεμάτων
4 κούριερ
5 μεταφορέας
6 ταχυδρόμος
7 αγγελιοφόρος
8 αγγελιοφόρος διπλωμάτης
9 ταχυδρομική υπηρεσία
10 ταχυδρομείο
11 στρατιωτικός αγγελιοφόρος
12 διπλωματικό ταχυδρομείο
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
corriere (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android