ItalianoGreco


corrèdo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [korˈrɛdo]

1 βιβλιογραφία (εκτεταμένη)
2 σετ εργαλείων
3 εφοδιασμός
4 προικιά
5 κιβώτιο εργαλείων
6 εξοπλισμός
7 εφόδιο
8 εφόδια
9 σύνεργα
10 ερμηνευτικό σχόλιο
11 πλούτος
12 αφθονία
13 απόθεμα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---